- βουλλοκέρι
- τοτο ισπανικό κερί με το οποίο σφραγίζονται δέματα και επιστολές.[ΕΤΥΜΟΛ. < βούλλα + κερί].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραρρυπώ — όω, Α βάζω στο περιθώριο βιβλίου σημάδι με βουλλοκέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ῥυπῶ (< ῥύπος), πρβλ. κατα ρρυπώ] … Dictionary of Greek
σφραγιδόκηρος — ο, Ν χημ. υλικό που χρησιμοποιείται για το σφράγισμα συσκευασμένων δεμάτων, επιστολών και άλλων πραγμάτων, το οποίο παρασκευάζεται από αραβικό κόμμι, κολοφώνιο ή ρητίνη και ανόργανες χρωστικές ύλες, αλλ. ισπανικός κηρός, βουλλοκέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
σφραγιστικός — ή, ό / σφραγιστικός, ή, όν, ΝΑ [σφραγίζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφράγιση («σφραγιστικός κηρός» το βουλλοκέρι) νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η σφραγιστική α) η σφραγιδογραφία β) κλάδος τής ιστορικής επιστήμης … Dictionary of Greek